Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Απαντήσεις στην Ιστορία Κατεύθυνσης,2010

ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

Α.1 1. γ
2. α
5. ε
7. β
8. δ (Περισσεύουν από την α΄ στήλη -3- -4- -6-)

Α.2 α. Εθνικόν Κομιτάτον (Β:77). Ιστορικό πλαίσιο: Εθνοσυνέλευση 1862-4 / «Μικρότερη απήχηση (από τους πεδινούς και τους ορεινούς) ... Οθωμανική Αυτοκρατορία.»
β. Ομάδα Ιαπώνων (Β:86) «Το μοναδικό νέο στοιχείο ... διαλύθηκε το 1908.»
γ. Φροντιστήριο Τραπεζούντας (Β:248) «Το Φροντιστήριο ... εθνικής τους συνείδησης».

Β.1 (Β:210) «Κάτω από τις συνθήκες αυτές (=συνθήκες της σύγκρουσης Βενιζέλου – Πρίγκιπα)... εποχή» (/ ...το προμήνυμα της επανάστασης του Θερίσου.»)

Β.2 (Β:90-91) «Το πρώτο εξάμηνο του 1911 ... κοινοβουλευτικές συζητήσεις.»

ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Σημείωση: Ό,τι αναγράφεται με πλάγια γράμματα, προέρχεται από τα παραθέματα / την κριτική μας σκέψη. Με στρογγυλά γράμματα αποδίδονται οι φράσεις του βιβλίου. Παρακάτω, η ενδεικτική Δομή των απαντήσεων

Γ.1. (Β:160-1) Η σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας (30 Ιανουαρίου 1923) προέβλεπε, αρχικά, την υποχρεωτική ανταλλαγή μεταξύ των Ελλήνων Ορθοδόξων κατοίκων της Τουρκίας και των Μουσουλμάνων κατοίκων της Ελλάδας. Αυτή θα ίσχυε τόσο γι’ αυτούς που παρέμεναν στις εστίες τους όσο και για εκείνους που είχαν ήδη καταφύγει στην ομόθρησκη χώρα. Η ανταλλαγή ίσχυε αναδρομικά για όλες τις μετακινήσεις που έγιναν από τη μέρα που κηρύχθηκε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος (18 Οκτωβρίου 1912), ενώ για τις εγκαταλειφθείσες περιουσίες, θα δινόταν αποζημίωση.
Τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία θα δέχονταν οι πρόσφυγες αποζημίωση ήταν τα ακίνητα, αστικά και αγροτικά, τα κινητά αγαθά που δεν πουλήθηκαν σε τουρκικό έδαφος ή δεν μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα και οι καλλιεργημένοι αγροί μαζί με τα προϊόντα τους, όπως επίσης και τα διαφυγόντα κέρδη τους. Μάλιστα, αρκετοί πρόσφυγες βρέθηκαν (σε ό,τι αφορά τις δηλώσεις επί των περιουσιών τους) εκπρόθεσμοι, είτε γιατί ήλθαν στην Ελλάδα μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής (αιχμάλωτοι στα τάγματα εργασίας, πρόσφυγες από τη Ρωσία, Κωνσταντινουπολίτες), είτε γιατί δεν μπορούσαν να υποβάλουν δήλωση εκείνη τη στιγμή λόγω ασθένειας, φυλάκισης ή ανηλικιότητας (περίπτωση ορφανών).
Το έργο της εκτίμησης της αξίας των εκατέρωθεν περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν ανέλαβε η Μικτή Επιτροπή. Για να βοηθήσει το έργο της ελληνικής αντιπροσωπείας, στη Μικτή Επιτροπή συστάθηκε το 1924 η Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών που υπαγόταν στο Υπουργείο Γεωργίας. Για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της, ιδρύθηκαν κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής Πληθυσμών.
Το έργο της εκτίμησης των περιουσιών προχωρούσε αργά και η δυσφορία του προσφυγικού κόσμου, που βρισκόταν σε απόγνωση, μεγάλωνε. Έτσι, υιοθετήθηκε η λύση να δοθεί μια προκαταβολή μέχρι την τελική αποπληρωμή της αξίας της περιουσίας που εγκαταλείφθηκε στην Τουρκία, αφού πρώτα το ελληνικό Δημόσιο προέβαινε σε προσωρινή εκτίμηση της. Η Εθνική Τράπεζα ανέλαβε να πληρώσει στους ανταλλάξιμους την προκαταβολή αυτή.
Οι προκαταβολές δίνονταν σε εκείνους που δεν είχαν μέχρι τότε αποκατασταθεί, με τη διευκρίνιση ότι η απλή υποτυπώδης στέγαση στους οικισμούς της ΕΑΠ ή του κράτους, γεγονός συχνό κατά τα πρώτα χρόνια, δεν θα εκλαμβανόταν ως αποκατάσταση. Για την εξοικονόμηση όσο το δυνατό περισσότερων πόρων από το κράτος, αλλά και να επιταχυνθεί η διαδικασία της αποζημίωσης, αποφασίστηκε η έκδοση ομολογιών με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Ποσοστό 20% της προσωρινής αποζημίωσης καταβλήθηκε σε μετρητά και το υπόλοιπο σε ομόλογα. Παρά την πρόσκαιρη ανακούφιση, η προσωρινή αυτή λύση δεν έκλεισε το ζήτημα. Οι προσφυγικές οργανώσεις αξίωναν την πλήρη αποζημίωση όπως εξάλλου προέβλεπε η σύμβαση της Λωζάνης σχετικά με τους ανταλλαξίμους, με αποτέλεσμα το θέμα να λάβει διαστάσεις και να γίνει αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.
Η προσωρινή εκτίμηση των περιουσιών έγινε με βάση τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν στα κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής. Οι αιτήσεις των δικαιούχων θα εξετάζονταν από ειδικές επιτροπές προσφύγων, συμπατριωτών των ενδιαφερομένων. Εάν θεωρούνταν ανακριβείς, προβλεπόταν αναθεώρηση τους από ένα Ανώτατο Συμβούλιο. Καθορίστηκαν επίσης τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία καταβαλλόταν αποζημίωση. Η προκαταβολή θα δινόταν σ' εκείνους που δεν είχαν μέχρι τότε αποκατασταθεί.
Για την οριστική εκτίμηση των εγκαταλειφθεισών περιουσιών συστάθηκαν 1.114 Πρωτοβάθμιες Επιτροπές Εκτίμησης, μία ή περισσότερες για καθεμία από τις 934 χριστιανικές κοινότητες της Τουρκίας. Τα ποικίλα προβλήματα που ανέκυψαν επέβαλαν αρχικά τη δημιουργία 52 Δευτεροβάθμιων Επιτροπών, 31 στην Αθήνα και 21 στην επαρχία, και στη συνέχεια, το Μάιο του 1927, 20 Δευτεροβάθμιων Επιτροπών (Εφετεία της Ανταλλαγής), 8 στην Αθήνα και 12 στην επαρχία.
Με την πάροδο του χρόνου η ολοκλήρωση του έργου της εκτίμησης των περιουσιών φαινόταν όλο και πιο μακρινή. Το έργο ήταν τεράστιο και επιπλέον η όλη διαδικασία υπονομευόταν από την τουρκική πλευρά.


Δ.1. (Β:53)
[ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή: Η εκφώνηση είναι δομημένη σε 3 υπο-ερωτήματα: σκοπός, οργάνωση και έργο της Τράπεζας της Ελλάδος. Ειδικά στην περίπτωση των σκοπών και του έργου, προκαλείται μία αβεβαιότητα σχετικά με την ένταξη καθενός στοιχείου στο σωστό υπο-ερώτημα]

Το 1927, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, μιας φάσης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και, με αφορμή το αίτημα της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών για παροχή πρόσθετου δανείου, τέθηκε το ζήτημα της δημιουργίας μιας κεντρικής κρατικής τράπεζας, που θα αναλάμβανε τη διαχείριση των χρεών, την έκδοση χαρτονομίσματος και την ενιαία εφαρμογή της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής. Παρά τις αντιδράσεις της Εθνικής Τράπεζας και κάτω από την πίεση των ξένων συμβούλων, το Μάιο του 1927 ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία άρχισε τη λειτουργία της ένα χρόνο αργότερα.
Όπως σημειώνει ο Χρ. Χατζηιωσήφ, στο εν λόγω απόσπασμα, το πρωτόκολλο της Γενεύης προέβλεπε γενικά ότι η Τράπεζα της Ελλάδος θα αναλάμβανε τον ρόλο του «τραπεζίτη της κυβέρνησης». Ειδικότερα, θα επιφορτιζόταν με το έργο της διαχείρισης εισπράξεων και πληρωμών κράτους και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Στη νέα, κεντρική Τράπεζα, ανετέθη η αποστολή της εγγύησης της μετατρεψιμότητας του εθνικού νομίσματος και ο έλεγχος της νομισματικής κυκλοφορίας και πίστης, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε βασικό παράγοντα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας. Το κράτος διατηρούσε το δικαίωμα ανάκλησης του χαρτονομίσματος, στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος αδυνατούσε να «εξασφαλίσει τη σταθερότητα της αξίας των χαρτονομισμάτων της σε χρυσό», ρήτρα που δεν εφαρμόστηκε καθώς η νέα τράπεζα κατόρθωσε να εξασφαλίσει της δραχμής σε χρυσό. Τέλος, η Τράπεζα θα αποτελούσε φορέα της κρατικής πολιτικής και εκφραστή των δημοσιονομικών επιλογών της εκάστοτε κυβέρνησης, ενώ με το καταστατικό ίδρυσής της εξασφάλιζε την ανεξαρτησία της από την κρατική εξουσία (αυξημένη αυτονομία) και μάλιστα, «με διατάξεις που ήταν από τις πιο προωθημένες της εποχής».
Όσον αφορά την οργάνωση της Τράπεζας της Ελλάδος, στο διοικητικό της συμβούλιο μετείχαν τρία μέλη από την εμποροβιομηχανική και τρία από την αγροτική τάξη, σε ένα πνεύμα ισοτιμίας. Η πρόσβαση στη λήψη αποφάσεων και στον προγραμματισμό της οικονομικής πολιτικής της τράπεζας των συγκεκριμένων οικονομικών τάξεων αποτελεί σημαντικό παράγοντα που συνέβαλε στην ευδόκιμη λειτουργία της και στα θετικά αποτελέσματά της. Η κυβέρνηση διόρισε αρμόδιο επίτροπο, ενώ ο πρώτος διοικητής και υποδιοικητής διορίστηκαν αντίστοιχα οι Αλέξανδρος Διομήδης και Εμμανουήλ Τσουδερός αντιστοίχως, οι οποίοι κατείχαν ως τότε αυτές τις θέσεις στην Εθνική Τράπεζα.
Σχετικά με το έργο της, πολύ γρήγορα η Τράπεζα της Ελλάδος πέτυχε σταθερές ισοτιμίες της δραχμής με τα ξένα νομίσματα, στηρίζοντας την έκδοση του χαρτονομίσματος στα αποθέματά της σε χρυσό και συνάλλαγμα και εξασφαλίζοντας τη μετατρεψιμότητα του εθνικού νομίσματος σε χρυσό. Ουσιαστικά λοιπόν υλοποιήθηκε η αποστολή που ανατέθηκε στη νέα Τράπεζα, ενώ ως κάλυμμα για την έκδοση των τραπεζογραμματίων χρησιμοποιήθηκαν, σύμφωνα με το ιστορικό κείμενο, τα αποθέματα σε χρυσό και ξένο μετατρέψιμο σε χρυσό συνάλλαγμα. Σύμφωνα, μάλιστα, με το καταστατικό, το κάλυμμα δεν μπορούσε να είναι λιγότερο του 40% επί του συνόλου της νομισματικής κυκλοφορίας.
Η επιτυχία αυτή οδήγησε τα δημόσια οικονομικά σε περίοδο ευφορίας, βελτίωσε την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους, ενίσχυσε την εισροή συναλλάγματος και τις επενδύσεις και προκάλεσε μια ισχυρή δυναμική που επέτρεψε τις σημαντικές πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές πρωτοβουλίες της τελευταίας κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932).
Η περίοδος αυτή κράτησε μέχρι τις αρχές του 1932, εποχή κατά την οποία το ελληνικό κράτος έδειχνε να σχεδιάζει το μέλλον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, καθώς τότε εκδηλώθηκαν στη χώρα οι συνέπειες της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη το 1929.
Κάθε επιτυχία σε όλους τους υποψηφίους.....Γ.Μπιτσικώκος

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ TOY 1821-Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ


Η Ελληνική Επανάσταση αποτελεί κορυφαίο γεγονός της διαχρονικής ιστορικής πορείας του ελληνισμού, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το 19ο αιώνα. Εκδηλώθηκε σε μια μεταβατική περίοδο για το (δυτικό) κόσμο και έχει προεκτάσεις κοινωνικές, εθνικές, πολιτικές και οικονομικές και μόνο σε ένα τόσο ευρύ πλαίσιο θα μπορούσε να ερμηνευθεί. Στη διεθνή βιβλιογραφία απαντά ως «ο ελληνικός Αγώνας για την Ανεξαρτησία» (The Greek War for Independence), τίτλος το λιγότερο τιμητικός, αν αναλογιστεί κανείς ότι πέραν της δικής μας Επαναστάσεως μονάχα μία ακόμα (Η Αμερικανική), έχει αποκληθεί (αγώνας για) Ανεξαρτησία (independence). Όποια άλλη, χαρακτηρίζεται απλώς και μόνο ως Επανάσταση (Revolution). (Τhe French Revolution- 1789, the Balkan Nations’ Revolutions-1870, The Russian Revolution-1917 κ.α.)
Στις αρχές του 19ου αιώνα, τα ελληνικά εμπορικά πλοία έχουν μονοπωλήσει σχεδόν το μεσογειακό εμπόριο συνεπεία του ναυτικού αποκλεισμού που έχει επιβάλλει στις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις (πχ Αγγλία) ο Ναπολέων (1799-1814). Οι Έλληνες κερδίζουν σε χρήμα και εμπειρίες, γνωρίζουν τις σημαντικότερες ιδέες της Ευρώπης, ενώ το πνευματικό κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού τούς φέρνει σε επαφή με την αρχαία τους κληρονομιά. Η πτώση του Ναπολέοντα στο Βατερλώ (1814) ανατρέπει αυτή την κατάσταση οικονομικής ευρωστίας ορισμένων ελληνικών εμπορικών κύκλων, καθώς η Αγγλία επιστρέφει στη Μεσόγειο ως μεγάλη ναυτική Δύναμη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε από εμπόρους, σε σημαντική παροικιακή-εμπορική πόλη του ελληνισμού (Οδησσός), μόλις ένα χρόνο μετά την ήττα του Ναπολέοντα και την επιστροφή των μεγάλων ναυτικών δυνάμεων στη Μεσόγειο, που έπληξε τα συμφέροντα των μεγάλων ελληνικών οικονομικών παραγόντων.
Φυσικά, η Ευρώπη του α΄ τετάρτου του 19ου αιώνα (1800-1825) γνώρισε πολλές επαναστάσεις, σχεδόν όλες τους όμως ήταν κοινωνικές (πχ Carbonari στην Ιταλία). Η Φιλική Εταιρεία θα αποφασίσει και θα προετοιμάσει μια άλλου τύπου επανάσταση • μια Επανάσταση Εθνική, και μάλιστα εθνικο-απελευθερωτική. Βέβαια, η επανάστασή μας δεν ήταν η πρώτη εθνική επανάσταση! Είχε προηγηθεί εκείνη των Σέρβων το 1804 [1] . Ήταν όμως ή πρώτη που πέτυχε το σκοπό της και, γι΄ αυτό το λόγο, λαμβάνει το προσωνύμιο “War for Independence” και διαχωρίζεται από τις υπόλοιπες «Επαναστάσεις» (Revolutions).
Το κλίμα στην Ευρώπη δεν είναι καθόλου φιλικό για Επαναστάσεις αυτήν τη περίοδο. Μετά το τέλος των Ναπολεόντιων Πολέμων οι μεγάλοι της γηραιάς ηπείρου συνασπίζουν μια Συμμαχία με μόνο σκοπό να στηρίξει τα απολυταρχικά καθεστώτα και τις μεγάλες αυτοκρατορίες, συντρίβοντας όποιο επαναστατικό κίνημα. Μέσα σ΄ αυτές τις Αυτοκρατορίες συγκαταλεγόταν και το Οθωμανικό Κράτος [2] . Οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις αποφάσισαν ότι αυτό θα έπρεπε πάσει θυσία να διατηρηθεί ανέπαφο. Σ’ αντίθετη περίπτωση, αυτές θα αναγκάζονταν να εμπλακούν σε πόλεμο μεταξύ τους για την επικράτηση στα οθωμανικά εδάφη του ενδιαφέροντός τους. Με τη διατήρηση όμως του υπάρχοντος status quo στην περιοχή, οι ευρωπαίοι θα εκμεταλλεύονταν επ’ άπειρον την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εμπορικά και οικονομικά .
Όταν εκδηλώθηκε στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας (σημερινή Ρουμανία - πολύ κοντά στην Οδησσό), η Ελληνική Επανάσταση, η Ιερά Συμμαχία των ευρωπαϊκών Απολυταρχιών είχε μόλις συντρίψει μια σειρά κινημάτων στην Ιταλία. Ένα μήνα μετά την αποτυχία του κινήματος του Υψηλάντη στο Δούναβη, η Επανάσταση μεταφέρεται στη γνωστή μας Ελλάδα, και κυρίως, στην Πελοπόννησο (τέλη Μαρτίου 1821). Με τον Αγώνα των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία γεννιόταν μια επιπλοκή του Ανατολικού Ζητήματος : Το Ελληνικό Ζήτημα. Οι δυνάμεις κράτησαν στάση αναμονής απέναντι στον Ελληνικό Αγώνα.
Στην Ευρώπη, οι Έλληνες έδωσαν έναν τεράστιο αγώνα για να αναγνωριστεί από τις Δυνάμεις το δικαίωμά τους για Ανεξαρτησία. Τις προσπάθειές τους συνέδραμαν και οι πολλοί Φιλέλληνες της Ευρώπης. Ο αυστριακός Καγκελάριος Μέττερνιχ, ορκισμένος εχθρός όλων των Επαναστάσεων, τάχθηκε από την πρώτη στιγμή εναντίον του Αγώνα των Ελλήνων, ζητώντας από τις Δυνάμεις να λάβουν μέτρα για την καταστολή του κινήματος. Η ανάληψη από το Γεώργιο Κάνιγκ καθηκόντων υπουργού εξωτερικών της Αγγλίας ωφέλησε τα ελληνικά πράγματα, εφόσον αυτός πέτυχε τη μεταστροφή των Δυνάμεων υπέρ των ελληνικών αιτημάτων. Η επιρροή του οδήγησε και στη σύναψη των δύο περιβόητων Δανείων της Ανεξαρτησίας, με τα οποία θα χρηματοδοτούνταν ο Αγώνας.
Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ – TA ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Οι ιστορικοί δεν μπορούν να καταλήξουν πότε ακριβώς ξέσπασε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Το μόνο βέβαιο είναι πως ξεκίνησε γύρω στις 20 Μαρτίου, στην ευρύτερη περιοχή της Μεσσηνίας. Το ελληνικό κράτος επέλεξε να την γιορτάζει κάθε 25η Μαρτίου, μνημονεύοντας ένα γεγονός που οι ιστορικοί αμφισβητούν: την ύψωση ενός λαβάρου, μιας σημαίας, από τον πατέρα Γερμανό, μητροπολίτη Παλαιών Πατρών, στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Άσχετα με το αν το γεγονός αυτό συνέβη πραγματικά, (σημειωτέον ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δε βρισκόταν καν στην Αγία Λαύρα στα τέλη Μαρτίου), είναι ενδεικτικό του επαναστατικού κλίματος της εποχής: Έλληνες χωρικοί, κλέφτες και αρματολοί, οπλαρχηγοί, νέοι μορφωμένοι στην Ευρώπη, ιερείς και μοναστήρια, ακόμα και η άρχουσα τάξη, όλοι τους, ενεπλάκησαν με κάποιον τρόπο στο γενικό αναβρασμό.
Η Επανάσταση στην Ελλάδα ευδοκίμησε και τα κατορθώματα των επαναστατημένων Ελλήνων κυκλοφορούσαν παντού στην Ευρώπη ως πρώτη είδηση. Ύστερα από πολυάριθμες συγκρούσεις και ιδίως την πολιορκία της Τριπολιτσάς και τις νίκες στη Γραβιά, το Μακρυνόρος, τα Βασιλικά, ελευθερώθηκαν μεγάλες περιοχές. Την πρωτοχρονιά του 1822 ανακηρύχθηκε από την Α’ Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στην Επίδαυρο η «Πολιτική ύπαρξις και ανεξαρτησία του Ελληνικού Έθνους». Το 1822 και 1823, με τη συντριβή του Δράμαλη από τον Κολοκοτρώνη, την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη και πολλές αλλεπάλληλες νίκες, ο Αγώνας εδραιώθηκε.
Από το 1824 ξεκίνησε η μεγάλη κάμψη της Επανάστασης, καθώς εκδηλώθηκαν δύο ελληνικοί εμφύλιοι πόλεμοι, που εξανέμισαν τα χρήματα των Δανείων από το εξωτερικό, αλλά και η σθεναρή αντίδραση του τουρκο-αιγυπτιακού στρατού και στόλου. Η Επανάσταση έσβησε στην Κρήτη, την Κάσο και τα Ψαρά, ενώ μετά την αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο το 1825, κινδύνευσε και το ίδιο κέντρο των επαναστατών. Ο Κολοκοτρώνης ανέλαβε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ με κλεφτοπόλεμο. Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε και η δεύτερη και τελική πολιορκία του Μεσολογγίου. Τον Απρίλιο του 1826, Κυριακή των Βαΐων, έπειτα από πολύμηνη πολιορκία, οι Μεσολογγίτες -πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι- αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν έξοδο από τα τείχη και κατά μέτωπο σύγκρουση και, όπως ήταν αναμενόμενο, σφαγιάστηκαν όλοι. Η είδηση της ηρωικής εξόδου και της αυτοθυσίας των αδούλωτων υπερασπιστών του κατεστραμμένου πια Μεσολογγίου, έκανε τον γύρο του κόσμου και συζητιόταν για μήνες. Στα κοινοβούλια πολλών χωρών (πχ. Κούβα), τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των πεσόντων, ενώ η παγκόσμια κοινή γνώμη στράφηκε υπέρ των ελληνικών διεκδικήσεων.
Τότε, στη δυσκολότερη στιγμή για την Επανάσταση, επενέβησαν οι Δυνάμεις, και μάλιστα έμπρακτα: Στις 8/20 Οκτωβρίου 1826 οι ευρωπαϊκοί στόλοι αντιμετώπισαν τον τουρκοαιγυπτιακό στο Ναβαρίνο (στα ανοικτά της Πύλου) [3] . Η συντριπτική ήττα του οθωμανικού στόλου και ο ρωσοτουρκικός πόλεμος που ακολούθησε, οδήγησαν σε μια σειρά διεθνών συμφωνιών με τις οποίες οι Δυνάμεις και η Τουρκία αναγνώριζαν τα δικαιώματα των Ελλήνων. Με την τελευταία από αυτές, το 1832, ιδρύθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος με βόρεια σύνορα τη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού.

ΠΡΟΣΩΠΑ

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Στρατηγός της Επανάστασης και αρχηγός του Αγώνα στην Πελοπόννησο. Γεννήθηκε στα 1770 στο Ραμαβούνι Μεσσηνίας. Καταγόμενος από οικογένεια κλεφτών, κατέφυγε στη Ζάκυνθο, όπου σημείωσε πατριωτική δράση. Τίθεται διαδοχικά στην υπηρεσία του ρωσικού και αγγλικού στρατού, πριν μεταβεί τελικά στην Πελοπόννησο, όπου θα αναδειχθεί αρχηγός της Επανάστασης. Μεγαλύτερα επιτεύγματά του η άλωση της Τριπολιτσάς, η εκμηδένιση της στρατιάς του Δράμαλη, ο πόλεμος νεύρων που διεξήγαγε απέναντι στον Ιμπραήμ, αλλά και η ενίσχυση του φρονήματος των Ελλήνων. Η δίωξη και σύντομη φυλάκισή του από τους Βαυαρούς του Όθωνα, μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Πέθανε το 1843.

Γεώργιος Καραϊσκάκης: Αρχηγός των επαναστατών στη Στερεά Ελλάδα μετά την πτώση του Μεσολογγίου. Άγνωστο πότε γεννήθηκε, σαφώς νεώτερος του Κολοκοτρώνη, ο "γιος της καλόγριας", εξελίχθηκε σε κορυφαία μορφή της Επανάστασης, μετά τη δράση του στο Καρπερνήσι, τα Άγραφα, το Αγρίνιο, την Αθήνα. Σκοτώθηκε (ή δολοφονήθηκε) τον Απρίλη του 1827 σε μια συμπλοκή κατά τα γεγονότα της Μάχης της Αθήνας.
Κλέφτες και αρματολοί: Άτακτα ένοπλα τμήματα που δρούσαν αρκετές δεκαετίες πριν την Επανάσταση, πραγματοποιώντας επιθέσεις φθοράς και ληστρικές επιδρομές. Ειδικά οι αρματολοί, είχαν αρχικά οριστεί από την οθωμανική διοίκηση να προστατεύουν τα εμπορικά περάσματα στην Αυτοκρατορία, συχνά όμως υπέπιπταν στην κατηγορία των Κλεφτών. Όταν ξέσπασε ο Αγώνας , τα τμήματα αυτά ήταν ουσιαστικά τα μόνα ετοιμοπόλεμα, που μπορούσαν να τεθούν στην υπηρεσία της Επανάστασης.

Σημειώσεις -Παραπομπές
1.
Παρόλο που έχουν διατυπωθεί πολλές και διαφορετικές απόψεις σχετικά τον εθνικό χαρακτήρα εκείνου του σερβικού εγχειρήματος, έχει επικρατήσει η Σερβική Επανάσταση του 1804 να θεωρείται ως η πρώτη εθνική.
2. Το ερώτημα «ποια πρέπει να είναι η τύχη της Οθωμ. Αυτοκρατορίας: διατήρηση ή διάλυση;», καλείται Ανατολικό Ζήτημα.
3. Έχει μάλιστα ειπωθεί ότι χωρίς τη συνδρομή των Δυνάμεων στον Αγώνα, το ελληνικό Έθνος δε θα είχε κατορθώσει να απελευθερωθεί. Η ιστορία όμως δε στηρίζεται σε υποθέσεις και εκτιμήσεις, αλλά στα γεγονότα που πραγματικά συνέβησαν...

Γιώργος Β. Μπιτσικώκος, Ιστορικός

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Το Βουλγαρικό Κράτος (680-815) και οι Βυζαντινοί, σύμφωνα με τη Χρονογραφία του Θεοφάνη



Σχετικά με το Θεοφάνη και τη Χρονογραφία του.

Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής είναι χρονογράφος της πρώτης βυζαντινής περιόδου. Έζησε το Βυζάντιο σε μία ταραχώδη εποχή, που χαρακτηρίζουν απ΄ τη μια η Εικονομαχία και απ΄ την άλλη τα ανοιχτά μέτωπα σε Ανατολή (Άραβες), Βαλκάνια (Βούλγαροι) και Δύση (Λογγοβάρδοι, σχέσεις με τον Πάπα , Καρλομάγνος - αμφισβήτηση του πρωτείου του βυζαντινού ηγεμόνα ως του μοναδικού Ρωμαίου Αυτοκράτορα.)
Οι πηγές για τη ζωή του είναι κυρίως αγιολογικές , εφόσον ανακηρύχθηκε Άγιος το 10ο αιώνα. Γεννημένος γύρω στα 760, υπήρξε γόνος πλούσιας οικογένειας και παντρεύτηκε νεότατος, πριν κλείσει τα 20 του χρόνια. Με τη σύζυγό του Μεγαλώ επέλεξαν από κοινού, γύρω στα 780, το μοναχικό βίο. Ο Θεοφάνης υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της λατρείας των εικόνων. Λόγω μάλιστα της ενεργούς ανάμειξής του στο κίνημα των εικονόφιλων φυλακίστηκε όταν ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Ε’. Πέθανε στις 12 Μαρτίου του 818 .
Με τη Χρονογραφία του ο Θεοφάνης, συνεχίζει το ημιτελές έργο ενός άλλου χρονογράφου , του Γεώργιου Σύγκελλου, καλύπτοντας την περίοδο 284 – 813 . Απ’ ό,τι φαίνεται ο Σύγκελλος δεν παρότρυνε μόνο το Θεοφάνη να καταγράψει τα μετά του 284 γεγονότα, αλλά και του παρέδωσε πλούσιο υλικό από το προσωπικό του αρχείο γι’ αυτόν το σκοπό. «Η χρονογραφία του πάντως διαφέρει ουσιαστικά από το κείμενο του Σύγκελλου – άλλωστε πρόκειται για δύο διαφορετικά χρονογραφικά έργα, με εντελώς διαφορετικούς στόχους και ιστορικά πλαίσια».
Η Χρονογραφία του Θεοφάνη δε χαρακτηρίζεται από γλωσσική ομοιομορφία . Ο χρονογράφος ακολουθεί κάπου το κοινό γλωσσικό ιδίωμα του λαού, αλλού τη λόγια γλώσσα των βυζαντινών. Αυτό ίσως να οφείλεται στις διαφορετικές γλωσσικές τάσεις των πηγών του , τις οποίες συχνά παραθέτει χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία.
Ιδιαίτερα λεπτομερής είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θεοφάνης εντάσσει τα ιστορούμενα γεγονότα στο χρόνο. Χρησιμοποιεί τη χρονολόγηση από κτίσεως Κόσμου (την αλεξανδρινή χρονολογία – 5.492πΧ), και πληθώρα άλλων χρονικών διακριτικών όπως το σωτήριο έτος (της του Χριστού γεννήσεως), το έτος Πατριαρχίας καθενός από τους τέσσερις πατριάρχες και ενίοτε του Πάπα και τέλος, το έτος βασιλείας του εκάστοτε βυζαντινού αυτοκράτορα, Πέρση βασιλιά και Άραβα χαλίφη. Αναφέρονται επίσης οι ινδικτιώνες .
Η σπουδαιότητα της Χρονογραφίας είναι μεγάλη, όπως προκύπτει από τη διάδοση που είχε ως πηγή για μεταγενέστερους ιστορικούς και χρονογράφους. (Γεώργιος Μοναχός, Ψευδοσυμεών , Σκυλίτζης-Κεδρηνός) . Έχει μάλιστα διατυπωθεί η άποψη ότι κυκλοφορούσε η Χρονογραφία το 10ο αιώνα, την εποχή της αγιοποίησης του Θεοφάνη, ως σχολικό εγχειρίδιο.

Εισαγωγή
α. Η καταγωγή και τα φυλετικά χαρακτηριστικά των (Πρωτο)Βουλγάρων.
Η απώτατη καταγωγή των Βουλγάρων δεν έχει τελείως ξεκαθαριστεί. «Ο Κωνσταντίνος Ε΄ εγκαίρως διείδε στο βουλγαρικό έθνος τον μελλοντικό εχθρό της αυτοκρατορίας». Ασκώντας αρχικά αμυντική πολιτική , μετέφερε στη Θράκη κατοίκους από τη Συρία και την Αρμενία για να πυκνωθεί ο εκεί βυζαντινός πληθυσμός. Καθώς τα κριτήρια για τη μετοίκηση δεν μπορούσαν να είναι θρησκευτικά, μεταφέρονται στα Βαλκάνια πολλοί μονοφυσίτες και Παυλικιανοί «και επλατύνθη η αίρεσις των Παυλικιάνων». Πρόκειται για πρακτική που είχε εφαρμοστεί και άλλοτε και είχε ως αποτέλεσμα την ευρεία εισαγωγή «αιρετικών» - σε ό,τι αφορά το επίσημο δόγμα της αυτοκρατορίας - στις ευρωπαϊκές της επαρχίες Απ’ ό,τι φαίνεται προχώρησε και στην κατασκευή κάστρων (καστροπολισμάτων), τα οποία επανδρώθηκαν με μέρος αυτών των εποίκων. Όλ’ αυτά οι Βούλγαροι τα θεώρησαν προκλήσεις και απαίτησαν «πάκτα», αίτημα που απέρριψε ο Κωνσταντίνος , κι έτσι βρέθηκαν γι’ ακόμη μια φορά να λεηλατούν την περιοχή έξω από τα Τείχη της Κωνσταντινούπολης(756).

ΙΙ. Οι εκστρατείες μεταξύ των ετών 759 – 765 .
Έχοντας στο νου του ο Κωνσταντίνος στην άμεση καταστολή του βουλγαρικού κινδύνου, οργανώνει το 759/760 νέα πολεμική εκστρατεία. Φτάνοντας στην Κλεισούρα της Βερεγάβας , συναντά βουλγαρική αντίσταση. Σ΄ αυτό το σημείο ανακόπηκε και η προέλαση των βυζαντινών: Στη μάχη που ακολούθησε "οι Βούλγαροι…πολλούς των αυτου ανειλον , εν οις καί Λέοντα, πατρίκιον καί στρατηγόν των Θρακησίων, καί Λέοντα έτερον, λογοθέτην του δρόμου". Η ατυχής έκβαση της μάχης απέδειξε πως στο πέρασμα αυτό ήταν δύσκολο για οποιονδήποτε επιτιθέμενο στρατό να νικήσει. Στο εξής θα διαπιστωθεί μια αλλαγή στη στρατηγική του Κωνσταντίνου, που θα εφαρμοστεί στην εκστρατεία του 763 .
Τότε, η φιλοπόλεμη βουλγαρική παράταξη ανέβασε στο θρόνο με πραξικόπημα τον Τελέτζη. Μεγάλος αριθμός Σλάβων κατέφυγε στον αυτοκράτορα για προστασία. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο Κωνσταντίνος πορεύτηκε με στρατό στη Θράκη, ενώ παράλληλα επέλεξε τη θαλάσσια οδό διά του Ευξείνου για να μεταφέρει το ιππικό του. Ο Τελέτζης πληροφορούμενος όλ’ αυτά εγκατέστησε 20.000 Σλάβους στα «οχυρώματα» , δηλαδή τις κλεισούρες του ανατολικού Αίμου . Ο βυζαντινός στρατός στρατοπέδευσε στον κάμπο της Αγχιάλου .

Στη μάχη που ακολούθησε στα τέλη Ιουνίου ο Τελέτζης ηττήθηκε κατά κράτος και τράπηκε σε φυγή . Ακολούθησε μεγαλειώδης θρίαμβος του Κωνσταντίνου στην Πόλη. Η νίκη των βυζαντινών δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα την αιματηρή ανατροπή του Τελέτζη και την άνοδο του φιλειρηνικού Σαβίνου. Η επιθυμία του να συνάψει άμεσα ειρήνη θα του στερήσει τελικά την εξουσία. Το επόμενο έτος βρίσκει το Σαβίνο προστατευόμενο του αυτοκράτορα στη βυζαντινή Μεσημβρία και , το φιλοπόλεμο Παγάνο, στο βουλγαρικό θρόνο.
Πριν περάσουν δύο χρόνια, ο Κωνσταντίνος, «του Σαβίνου συγκαθεζομένου αυτω», πραγματοποίησε έναν διπλωματικό αντιπερισπασμό: αφού συνήψε ειρήνη με τον Παγάνο («ειρήνην απατηλήν»), συνέλαβε το Σκλαβούνο, φιλοβούλγαρο Σλάβο ηγεμόνα που λυμαινόταν για καιρό τη Θράκη και, βρίσκοντας αφύλακτα τα περάσματα (κλεισούρες), εισέβαλλε στη Βουλγαρία μέχρι τον ποταμό Τζίκα, παραδίδοντας στη φωτιά και την εστία του Βούλγαρου ηγεμόνα. Στη συνέχεια αποχώρησε (765).


ΙΙΙ. Οι εκστρατείες μεταξύ των ετών 774 – 775.
Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος επανέρχεται στη Βουλγαρία. Το 774 οργανώνει μια ακόμα εκστρατεία. Το ιππικό του (καβαλλαρικά θέματα) παρατάχθηκε μπροστά στις κλεισούρες του ανατολικού Αίμου για να απασχολήσει το βουλγαρικό στρατό. Ο ίδιος, με το στόλο του, θα εισερχόταν στη Βουλγαρία πλέοντας στο Δούναβη. Από εκεί κατευθύνθηκε προς τη Βάρνα. Ο κίνδυνος να περικυκλωθούν οι Βούλγαροι ήταν μεγάλος και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν.
Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους44 οι Βούλγαροι ήρθαν σε επαφή με τους Σλάβους της Βερζιτίας, περιοχής στα βυζαντινο-βουλγαρικά σύνορα. Σκοπός τους ήταν να υποκινήσουν επανάσταση του εκεί σλαβικού στοιχείου, που πρόσκειτο φιλικά στο βυζαντινό αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτορας ενημερώθηκε γι’ αυτές τις ενέργειες από κατασκόπους . Με επαρκείς δυνάμεις κινήθηκε προς την περιοχή και αιφνιδίασε τους Βουλγάρους στα Λιθοσώρια. Εκεί οι Βούλγαροι ηττήθηκαν και το εγχείρημά τους απέτυχε.
Η τελευταία εκστρατευτική προσπάθεια του Κωνσταντίνου Ε΄ ξεκίνησε τον Αύγουστο του 775. Ο Θεοφάνης μας πληροφορεί πως ο αυτοκράτορας ασθένησε καθ΄ οδόν και αναγκάστηκε να μεταφερθεί στη Σηλυμβρία 45. Από εκεί επιβιβάστηκε σε πλοίο με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη. Τελικά ξεψύχησε εν πλω, ανοιχτά του Στρογγυλού Καστελλίου, παραλιακή τοποθεσία ανατολικά της Βασιλεύουσας .

γ. Περιορισμένης σημασίας συγκρούσεις κατά το τελευταίο τέταρτο του 8ου αιώνα . (775-άνοδος Κρούμου)
Αν οι Βούλγαροι είχαν εξαντληθεί, όπως είναι φυσικό, από τις αλλεπάλληλες εκστρατείες του Κωνσταντίνου Ε’, το ίδιο ίσχυε και για τους βυζαντινούς. Επιπλέον και τα δύο κράτη είχαν να αντιμετωπίσουν πολιτικές κρίσεις. Οι σχέσεις τους λοιπόν μέχρι τα τέλη του 8ου αιώνα είναι , όπως θα αναμενόταν, ειρηνικές και η βυζαντινή «επιθετικότητα» περιορισμένη. Μόνο σε τρεις ουσιαστικά περιπτώσεις σημειώθηκε κάποια κινητικότητα στην περιοχή.
Ι. Το περιστατικό του Στρυμόνα (789)
Περιορισμένης έκτασης εκστρατεία , αφορά σε ένα περιστατικό στο Στρυμόνα. Κατά την αφήγηση του Θεοφάνη, ο στρατηγός της Θράκης Φιλητός συγκέντρωσε το στρατό του στο ποταμό Στρυμόνα, όπου δέχτηκε αιφνιδιαστική βουλγαρική επίθεση. Συνέπειά της ήταν ο θάνατος του ιδίου και αρκετές απώλειες στο στράτευμά του .

ΙΙ. Η ίδρυση του κάστρου «Μαρκέλλων» και η στρατιωτική επιχείρηση του 792. Το περιστατικό στην Αβρολέβα. Το 792 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Στ΄ «επεστράτευσε κατά Βουλγάρων και έκτισε το κάστρο Μαρκέλλων». Ο Βούλγαρος ηγεμόνας Κάρδαμος περίμενε στα «οχυρώματά» του (τις κλεισούρες του ανατολικού Αίμου). Η όλη επιχείρηση δεν οργανώθηκε σωστά: Ο αυτοκράτορας, παρασύρθηκε σε μάχη από οιωνοσκόπους και ηττήθηκε. Ο ίδιος κατόρθωσε να διαφύγει στην Κωνσταντινούπολη, το τίμημα σε ζωές όμως ήταν μεγάλο. Η ειρήνη με τους Βουλγάρους επετεύχθη με την καταβολή πρόσθετων «πακτών», οι οποίες όμως δεν καταβάλλονταν κανονικά, όπως προκύπτει έμμεσα από το κείμενο του Θεοφάνη.
Τελικά η απροθυμία του αυτοκράτορα να καταβάλλει την πάκτα οδήγησε (λίγο πριν το 796) σε θερμό επεισόδιο: Ο Κωνσταντίνος με στρατό έφτασε στη Βερσινικία και ο Κάρδαμος κινήθηκε ως το δάσος της Αβρολέβας, όπου τον ακολούθησε κι ο αυτοκράτορας. Επί 17 ημέρες ο Κωνσταντίνος τον προκαλούσε σε μάχη , η οποία δεν έγινε ποτέ. Μετά το πέρας αυτών των ημερών , οι δύο στρατοί αποχώρησαν.

3. Το βουλγαρικό κράτος μετά την άνοδο του χαγάνου52 Κρούμου στο θρόνο.
Στις αρχές του 9ου αιώνα το καρλομαγνικό ρωμαϊκό καθεστώς, στα πλαίσια της πραγμάτωσης της δικής του ρωμαϊκής οικουμενικής ιδέας, καταλύει το αβαρικό κράτος (803). Η γεωπολιτική θέση της Βουλγαρίας άλλαξε δραματικά: Το πρωτοβουλγαρικό κράτος βρισκόταν πλέον ανάμεσα σε δύο χριστιανικά - «ρωμαικά» κράτη. Ήδη ήλεγχε κάποιους από τους εμπορικούς δρόμους της Βαλκανικής (ανατολική ροή - δέλτα Δούναβη), ενώ κάποιοι άλλοι δεν ήταν «ασφαλείς» λόγω της ύπαρξής του. Λογικό ήταν ότι ο νέος χαγάνος των Βουλγάρων Κρούμος θα κινούνταν και δυτικότερα, εναντίον των εκεί νοτιοσλαβικών φύλων για να εξασφαλίσει τον έλεγχο ενός ακόμα μεγαλύτερου μέρους του πλωτού ποταμού και του εμπορικού οδικού δικτύου . Καθώς οι Σλάβοι των Βαλκανίων ήταν εξαρτημένοι από το Βυζάντιο, δεν άργησε να ανατείλει μια νέα εποχή συγκρούσεων.
Η πρώτη κατά τον 9ο αι. εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων θα οργανωθεί από το Νικηφόρο Α’ (806-809). Ματαιώθηκε όμως από τον ίδιο πριν καν εισέλθει στη Βουλγαρία και ενώ βρισκόταν στην Αδριανούπολη, μετά την αποκάλυψη μιας συνωμοσίας στο βασιλικό περιβάλλον .

Ι. Το νέο περιστατικό στον ποταμό Στρυμόνα και η άλωση της Σαρδικής (809).
Το 809 οι βούλγαροι κάνουν αιφνιδιαστική επίθεση «τω λαω (=στρατηγείο) εν τω Στρυμόνι» και αποσπούν 1.100 λίτρες χρυσού, χρήματα που προορίζονταν για τη μισθοδοσία του στρατηγικού στρατού. Ο επικεφαλής του , αρκετοί αξιωματούχοι αλλά και απλοί στρατιώτες σφαγιάστηκαν.
Την άνοιξη του ίδιου έτους ο Κρούμος, λίγο πριν το εορτασμό του Πάσχα, κατέλαβε τη Σαρδική (Σόφια) μετά από σκληρή μάχη. Η πόλη ήταν καλά οχυρωμένη και διέθετε εξαιρετικά στρατηγική θέση δεσπόζοντας στις οδούς προς νότο και ανατολή . Απ’ ό,τι φαίνεται όμως δεν την διατήρησε για πολύ , καθώς μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ο Νικηφόρος σχεδίαζε «την δε παραληφθεισαν Σερδικήν οικοδομειν…». Ο Θεοφάνης δεν εξηγεί με ποιον τρόπο «παρελήφθη» η Σόφια από τους βυζαντινούς .

ΙΙ. Η εκστρατεία του 811.
Το καλοκαίρι του 811 ο Νικηφόρος πραγματοποιεί εκστρατεία με στρατό απαρτιζόμενο από περατικά θέματα. Η κατάσταση του στρατεύματος δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Βρισκόμενος στις Μαρκέλλες, το κάστρο που είχε κτίσει ο Κωνσταντίνος Ε’ το 792 μπροστά από τις κλεισούρες του Αίμου , δέχτηκε πρόταση ειρήνης από τον Κρούμο. Η πρόταση απορρίφθηκε και ο βούλγαρος χάνος αποχώρησε από την περιοχή. Ο Νικηφόρος κινήθηκε «δι΄ αβάτων τόπων ριψοκινδύνως» και εισήλθε στη Βουλγαρία. Φτάνοντας στην πρωτεύουσα του Κρούμου Πλίσκα εξόντωσε τους υπερασπιστές της και, αφού «την λεγομένην αυλήν του Κρούμου ενέπρησεν», επιδόθηκε σε λεηλασίες και σφαγές αμάχων χωρίς διακρίσεις .
Όσο όμως οι βυζαντινοί λεηλατούσαν την ορεινή έδρα του Κρούμου, αυτός, με μεθοδευμένες ενέργειες τους απέκλεισε στις δύσβατες αυτές περιοχές. Κι ο όλεθρος δεν άργησε να επέλθει: ύστερα από λίγες ημέρες ο Κρούμος επιτέθηκε στο στρατόπεδο του Νικηφόρου και εξολόθρευσε το στρατό του. Ο αυτοκράτορας αποκεφαλίστηκε και η κεφαλή του κραμάστηκε σε ξύλο για αρκετές ημέρες, «εις επίδειξιν των ερχομένων …εθνων και αισχύνην ημων», όπως γράφει ο Θεοφάνης. Στη συνέχεια η κεφαλή του αυτοκράτορα αποστεώθηκε, επαργυρώθηκε και μετετράπη σε ποτήρι απ’ όπου έπινε αυτός και οι άρχοντες των Σλάβων που τον επισκέπτονταν.


ΙΙΙ. Η διεύρυνση του μετώπου κατά το 812.
Τον Ιούνιο του 812 ο νέος αυτοκράτορας Μιχαήλ Α’ εξέρχεται εναντίον των Βουλγάρων. Στην ενέργεια αυτή του αυτοκράτορα ο Κρούμος απαντά με την άλωση της Δεβελτού, σημαντικής πόλης στα παράλια του Ευξείνου. Ο πληθυσμός της εκδιώκεται. Ο στρατός του Μιχαήλ αρχίζει να ταλανίζεται από εσωτερικές διαμάχες , γεγονός που δίνει την ευκαιρία στους Βουλγάρους να κινηθούν ανεχόχλητοι σε Θράκη και Μακεδονία προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στους εκεί πληθυσμούς. Οι κάτοικοι της Αγχιάλου και της Βέροιας εγκαταλείπουν τις εστίες τους. Τους μιμούνται και οι υπερασπιστές οχυρωμάτων (κάστρα) της περιοχής, όπως η Νικαια, το Προβάτου. Ακολουθούν πληθυσμοί από τη Φιλιππούπολη και τους Φιλίππους. Μέσα στον όλο αναβρασμό οι μέτοικοι του Στρυμόνα (οι Παυλικιανοί;) εγκαταλείπουν την περιοχή για να επιστρέψουν στις πατρίδες τους.
Στα τέλη του ίδιου έτους όμως , ο Κρούμος προτείνει συνθήκη ειρήνης. Ζήτησε να αποτελέσει βάση για τη συμφωνία μια παλιότερη συνθήκη , που όριζε ως σύνορο την περιοχή Μηλεώνες της Θράκης.( Η χρονολόγηση αυτών των παλαιών σπονδών είναι προβληματική.) Η άρνηση του Μιχαήλ οδήγησε τον Κρούμο τον Οκτώβρη στη Μεσημβρία . Εκεί παρέταξε πολιορκητικές μηχανές (ελεπόλεις). Η πόλη έπεσε στα χέρια του Κρούμου, γεγονός που προκάλεσε αίσθηση στην Κωνσταντινούπολη .


ΙV. Οι στρατιωτικές εξελίξεις κατά το τελευταίο έτος της βασιλείας του Κρούμου (813).
Το Μάιο του 813 ο Μιχαήλ συγκεντρώνει στρατό στη Θράκη και ξεκινά εκστρατεία , χωρίς όμως να κινείται προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αρχές Ιουνίου κατήλθε στη Θράκη κι ο Κρούμος και στρατοπέδευσε στη Βερζινικία , σε μικρή απόσταση από τον αυτοκράτορα. Στα τέλη του ίδιου μήνα οι στρατοί παρατάχθηκαν κοντά στην Αδριανούπολη. Οι βυζαντινοί ηττώνται κατά κράτος. Ο αυτοκράτορας φυγαδεύεται στην Πόλη, όπου και θα παραχωρήσει την εξουσία στο Λέοντα, στρατηγό των ανατολικών. Ο Μιχαήλ και η αυτοκράτειρα Προκοπία βρίσκουν διέξοδο στο μοναχισμό. Ο Κρούμος που ταυτόχρονα μ΄ αυτά πολιορκούσε την Αδριανούπολη άφησε εκεί τον αδελφό του και κατευθύνθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Περιήλθε τα Τείχη από του ύψους των Βλαχερνών μέχρι τη Χρυσή Πύλη επιδεικνύοντας τη δύναμή του και πραγματοποίησε «δαιμονιώδεις θυσίας» μπροστά απ’ αυτήν. Στη θέα των απόρθητων Τειχών και της παράταξης του στρατού ζήτησε να συζητήσει με το Λέοντα περί ειρήνης. Οι βυζαντινοί του έστησαν ενέδρα, αλλά δεν κατάφεραν να τον σκοτώσουν. Αφού δήωσε το παλάτι στον Άγιο Μάμαντα (προάστειο έξω των Τειχών) ο Κρούμος, δίχως άλλο αποχώρησε. Έσπευσε στην Αδριανούπολη και την κατέλαβε.

Το τέλος του Κρούμου και η άνοδος του Ομουρτάγ.
Ο Θεοφάνης, ολοκληρώνοντας με το παραπάνω περιστατικό την αφήγησή του, δεν προλαβαίνει να κάνει λόγο για τα γεγονότα των δύο επόμενων ετών, μέχρι τη συνθήκη ειρήνης του 815.
Ο Κρούμος απεβίωσε αιφνιδίως την άνοιξη του 814, έχοντας ηττηθεί σε μάχη λίγους μήνες νωρίτερα (το φθινόπωρο του 813), κοντά στη Μεσημβρία. Τον διαδέχτηκε ο Ομουρτάγ. Αυτός , όντας πιο διαλλακτικός , συνήψε συνθήκη ειρήνης με το Βυζάντιο για 30 χρόνια .
Ως σύνορο μεταξύ των η κρατών ορίζεται η γραμμή που διέρχεται την εξής πορεία:

Δεβελτός (Εύξεινος) - Ποταμός Τούντζας -Μακρολιβάδα . Στη συνέχεια τα σύνορα έπαιρναν κατεύθυνση προς το βορρά ως τον Αίμο.

Ακολουθεί μια περίοδος ομαλότητας στις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Αποκορύφωμα της καλής τους γειτονίας και της συνολικής βυζαντινής επίδρασης στη Βουλγαρία, ήταν ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων, μετά τη βάπτιση του ηγεμόνα Βόρη ή Βόγορη το 867 (με ανάδοχο τον τότε αυτοκράτορα Μιχαήλ ).

Επίλογος
Στόχος της παρούσας συγγραφής ήταν να παρουσιάσει τα στοιχεία εκείνα που οδήγησαν τους βυζαντινούς στην αποδοχή της νέας πραγματικότητας που επιφέρει στα Βαλκάνια η κάθοδος των Βουλγάρων και, η επιθυμία των τελευταίων να ιδρύσουν κράτος. Αυτά τα στοιχεία βέβαια δεν ήταν μόνο στρατιωτικής φύσης , αλλά και πολιτικά, κοινωνικά ή άλλα. Κάποια από αυτά εθίγησαν, στο βαθμό που επέτρεψε στο γράφοντα ο γενικός χαρτογραφικός χαρακτήρας της εργασίας .
Οι Πρωτοβούλγαροι, λαός πολεμικός και ημινομαδικός, κατάφεραν να προκαλέσουν έντονο προβληματισμό στους βυζαντινούς τον ενάμισι αιώνα που έπεται της εγκατάστασής τους στον Όγλο (680) . Ο ανταγωνισμός τους με το Βυζάντιο έχει τη βάση του , από τη δική τους πλευρά, στο απώτερο και απώτατο πολεμικό τους παρελθόν. Ανάλογες διαθέσεις παρουσίασε απέναντι στους γείτονές της και μια άλλη ομάδα που (όπως είδαμε στην αρχή της παρούσης συγγραφής ) , κατέφυγε στον παγωμένο βορρά και ίδρυσε εκεί κράτος .
Πέρα όμως απ’ αυτά, στην περίπτωση των Βουλγάρων του Αίμου, ο εις βάρος της Αυτοκρατορίας επεκτατισμός τους έχει και μιαν ακόμα αιτία: την έκθεσή τους στη βυζαντινή πολιτική ιδεολογία, ακόμα και πριν τον εκχριστιανισμό τους. Η κατάλυση του αβαρικού κράτους από τον Καρλομάγνο έφερε και στο βόρειο σύνορο της Βουλγαρίας ένα κράτος - φορέα της ρωμαϊκής ιδέας . Επιπλέον, μέσω του Βυζαντίου εισήχθη το Πρωτοβουλγαρικό κράτος στην «κοινωνία» των οργανωμένων μεσαιωνικών κρατών . Σε ρωμαϊκές εκτάσεις αναπτύχθηκε. Ίσως λοιπόν ο Κρούμος να αποτελεί το πρώτο παράδειγμα βούλγαρου ηγεμόνα, του οποίου η εξωτερική πολιτική επηρεάζεται, σε μικρό βαθμό βέβαια, από τη βυζαντινή πολιτική ιδεολογία.
Οι Βούλγαροι δεν έπαψαν φυσικά να απασχολούν το Βυζάντιο ˙ τον αμέσως επόμενο αιώνα , η αντιδικία τους θα περάσει και επίσημα πλέον σε ιδεολογικό επίπεδο. (Συμεών – Σαμούλ
)

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός


Ο Βυζαντινός πολιτισμός έχει τύχει εξίσου, σημαντικής αναγνώρισης , αλλά και έντονου αρνητικού σχολιασμού. Πολλοί μελετητές υποδεικνύουν το μεγάλο ρόλο που έπαιξε το Βυζάντιο στη διάσωση της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς , ιδωμένης πάντα υπό το πρίσμα του χριστιανισμού. Σύμφωνα με τον Paul Lemerle, δύο περίοδοι , πρώτα αυτή των 9ου - 10ου και ύστερα εκείνη των 13ου - 15ου αιώνα , θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αντίστοιχα ως ο πρώτος και δεύτερος βυζαντινός «ουμανισμός» - με την τρέχουσα και ευρύτερη σημασία του όρου. Εφόσον μια τέτοια άποψη γίνει αποδεκτή , οι ρίζες των ουμανιστικών αυτών ρευμάτων θα μπορούσαν -ίσως- να αναζητηθούν στο μεταίχμιο μεταξύ του αρχαίου και του μεσαιωνικού κόσμου , όταν ακόμα ο «αρχαίος τρόπος» εύρισκε πολλούς κοινωνούς , τόσο μέσα στους κόλπους της διοίκησης και των διαφόρων πνευματικών κύκλων , όσο και στις ευρύτερες λαϊκές μάζες – με διαφορετικές βέβαια για την κάθε πλευρά εφαρμογές. Οι τρεις πρώτοι αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (4ος - 6ος ) είναι μια περίοδος μεταβατική για την πολιτική ιδεολογία, τη θρησκευτικότητα, τον αυτοπροσδιορισμό της (κατά το όνομα) ρωμαϊκής κοινωνίας και φυσικά, το πνεύμα και τον πολιτισμό. Μέσα σ΄ αυτά τα πλαίσια διαμορφώθηκαν ποικίλες αντιλήψεις σχετικά με τη χρησιμότητα της αρχαίας γνώσης και του κατά πόσο αυτή εναρμονίζεται με τον πατερικό χριστιανισμό. Αυτές σύντομα απετέλεσαν δύο αντιθετικές (όπως θεωρήθηκαν τότε) μεταξύ τους τάσεις: Την αποδοχή απ΄ τη μια και την πλήρη άρνηση των διδαγμάτων του αρχαίου πνεύματος απ’ την άλλη . Η πνευματική αντίθεση ανάμεσα στο «ειδωλολατρικό» και χριστιανικό πνεύμα ήταν προφανώς πολύ βαθιά, καθώς το καθένα στηριζόταν σε βάσεις διαφορετικές . Αναπόφευκτα, δεν άργησαν να φτάσουν στη σύγκρουση .

1. Ελληνισμός και Χριστιανισμός.
Στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου - περιοχή εξελληνισμένη ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα- οι άνθρωποι δεν έπαψαν ποτέ να μιλούν ελληνικά και να μορφώνονται με βάση τα αρχαία κείμενα . Εφόσον ο ειδωλολατρικός ελληνισμός έχανε διαρκώς έδαφος έναντι του επεκτεινόμενου χριστιανισμού , οι κλασικές σπουδές θα διέρχονταν κρίση. Απόψεις όπως του Jaeger για τη δυναμική διείσδυση της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης στο χριστιανισμό , ή του Γρηγορίου Νύσσης που φτάνει να δηλώσει πως «όλη η ελληνική παιδεία μεταφέρθηκε στον ανατολικό ασκητισμό» , είναι σίγουρα υπερβολικές. Στον αντίποδα , η άποψη ότι οι χριστιανοί κατέστρεψαν οτιδήποτε αρχαιοελληνικό, μοιάζει ακραία, αν σκεφτούμε πως πολλοί χριστιανοί έτρεφαν βαθειά αγάπη για το χαρακτήρα και τα διδάγματα της «εθνικής» παιδείας, στην οποία είχαν εκτεθεί από νεαρή ηλικία.
Σημαντικό έργο που θεωρείται ότι φωτίζει σε κάποιο βαθμό τον τρόπο που αντιμετωπίζονταν οι αρχαίοι συγγραφείς κατά τον 4ο αιώνα, είναι η επιστολή του Μεγάλου Βασιλείου προς τους ανιψιούς του. Ο Βασίλειος υποδεικνύει την ορθή κατά τη γνώμη του χρήση των αρχαιοελληνικών κειμένων. Θεωρεί πως η ενασχόληση με τους εθνικούς συγγραφείς είναι χρήσιμη και για την κατανόηση της Αγίας Γραφής. Υποδεικνύει μάλιστα τρόπους για το πως μπορούν ν’ αφομοιώσουν τα στοιχεία εκείνα που συμβαδίζουν με τη χριστιανική ηθική . Το έργο περιλαμβάνει αρκετά παραδείγματα από τον Όμηρο, που είχε τον 4ο μ.Χ. αιώνα σπουδαία θέση στην εκπαίδευση . Αναφέρονται επίσης ο Ησίοδος , ο Θέογνις και αρκετά ο Πλάτωνας.

Παρόμοιες ήταν και αντιλήψεις που εξέφραζαν κι άλλοι σύγχρονοι του Βασιλείου, όπως ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός ή ο λίγο παλαιότερος εκκλησιαστικός συγγραφέας Ωριγένης. Ο Θεοδώρητος Κύρου στο «Ἑλληνικών θεραπευτική παθημάτων» , παραδέχεται ότι μερικοί Έλληνες φιλόσοφοι έτυχε να εκφέρουν ορθές απόψεις . Θεωρεί όμως ότι αυτό έγινε είτε από θεία έμπνευση, είτε επειδή χρησιμοποίησαν ιδέες που είχαν δανειστεί από τους Εβραίους προφήτες. Το γεγονός ότι ανάμεσα σ’ όσους αποδέχονταν –έστω και μερικώς– τη χρησιμότητα πολλών από τα ελληνικά κείμενα ήταν εκκλησιαστικοί συγγραφείς και αξιωματούχοι , αποτελεί περαιτέρω απόδειξη της μεγάλης αξίας που είχε η «ελληνική» παιδεία στην ανατολική Μεσόγειο.
Ο Χριστιανισμός δεν μπόρεσε να αντιτάξει στις «εθνικές σπουδές» μια σχολή αμιγώς χριστιανικού χαρακτήρα . Έτσι εξηγείται και η ανεκτική στάση που τηρήθηκε απέναντι στη «θύραθεν» παιδεία κατά τους πρώτους αιώνες της Αυτοκρατορίας . Η σχολική και ανώτερη εκπαίδευση στην ανατολή, όπου παρέχονταν , παρέμεναν στις βάσεις τους ως είχαν κατά τον 1ο π.Χ αιώνα . Σε γενικές γραμμές , η εκπαίδευση ενός νέου του 5ου μ.Χ. αιώνα δε διέφερε σχεδόν σε τίποτα απ’ την εκπαίδευση ενός Έλληνα των πρώτων χριστιανικών χρόνων . Αποτέλεσμα ήταν να προσαρμοστεί ο χριστιανισμός στην κατάσταση αυτή . Καθώς μάλιστα, στη Δύση , η αρχαία παράδοση είχε υποστεί απότομη διακοπή και τα μοναστήρια κατείχαν ξεχωριστεί θέση στην εκπαίδευση , η κλασική παιδεία επιβιώνει τουλάχιστον μέχρι τον 6ο αιώνα - κατ’ αποκλειστικότητα ίσως - στο Ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Περιστασιακά μάλιστα προωθείται . Ακόμα και μετά την έκδοση νόμου από τον αυτοκράτορα Ιουλιανό , βάσει του οποίου απαγορευόταν στους χριστιανούς να αποκτούν ελληνική παιδεία , οι εκκλησιαστικοί διδάσκαλοι δεν έπαψαν να ασκούνται σ’ αυτή, είτε με κίνητρο την ευγλωττία και εκγύμναση του νου , είτε για να ανασκευάσουν τα λάθη στα ελληνικά έργα , όπως έλεγαν.

2. Η ανάδειξη της Κωνσταντινούπολης σε μεγάλο πνευματικό κέντρο (4ος-5ος αιώνας).

Η εξέλιξη της κρατικοποίησης αυξάνει το ενδιαφέρον και τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας στην εκπαίδευση. Η ανάγκη του κράτους σε διοικητικούς υπαλλήλους απαιτεί την ύπαρξη νομικών και ρητορικών σχολών , ενώ η Εκκλησία επιδιώκει να μορφώνει η ίδια τους κληρικούς της. Μεγάλο μέρος των υπηκόων της Αυτοκρατορίας στερείται οποιασδήποτε μόρφωσης , μια πραγματικότητα που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πληθώρα ονομάτων ρητόρων, φιλοσόφων , σοφών , καθηγητών , που μας κληροδοτούν τα κείμενα του 4ου και 5ου αιώνα. Η ιδιωτική διδασκαλία ανθεί στα παραδοσιακά πολιτιστικά κέντρα της αυτοκρατορίας (Αθήνα , Αλεξάνδρεια , Αντιόχεια). Σε ό,τι αφορά την Κωνσταντινούπολη όμως , δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες για την εγκαθίδρυση μιας εκπαιδευτικής δραστηριότητας παρόμοιας μ’ εκείνη που άκμαζε στην Παλαιά Ρώμη . Είναι λογικό -παραμένει όμως ανεπιβεβαίωτο- ότι ο Μ. Κωνσταντίνος θα προσπάθησε να δημιουργήσει στη νέα του πρωτεύουσα,μέσα στα 7 χρόνια που την έζησε, τις κατάλληλες βάσεις για ανώτερη εκπαίδευση. Εκείνος όμως που ανέδειξε την Κωνσταντινούπολη και σε πνευματική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας , ήταν ο Κωνστάντιος.

α. Το έργο του Κωνστάντιου Β’.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Κωνστάντιου Β΄ , που διαδέχτηκε τον Κωνσταντίνο το 337 , συγκεντρώνονται στην Κωνσταντινούπολη λόγιοι και καθηγητές απ’ τη Δύση, την Ελλάδα , την Αίγυπτο και τη Μ. Ασία και αρχίζουν να διδάσκουν . Η διαμάχη μεταξύ «εθνικών» και χριστιανών υπάρχει, αλλά δεν έχει λάβει την πολεμική που θα την χαρακτηρίζει τον 6ο αιώνα. Ο Θεμίστιος , εθνικός συγκλητικός βλέπει την Κωνσταντινούπολη ως τόπο συγκέντρωσης και ανάπτυξης της εκπαίδευσης και γενικά των γραμμάτων ˙ παίζει μάλιστα σημαντικό ρόλο σ’ αυτό. Ο Κωνστάντιος συγκεντρώνει στην Κωνσταντινούπολη μια μεγάλη συλλογή αρχαίων φιλολογικών έργων , γεγονός για το οποίο δέχεται τους επαίνους του Θεμίστιου σε λόγο που εκφωνεί ο τελευταίος την Πρωτοχρονιά του 357. Στο λόγο αυτό εκφράζεται η πεποίθηση ότι οι αρχαίοι συγγραφείς «θα αναβιώσουν» στην Κωνσταντινούπολη. Τον ίδιο χρόνο ιδρύεται ένα μεγάλο αυτοκρατορικό κέντρο αντιγραφής ελληνικών κειμένων , σε μια εποχή που ήταν ακόμα δυνατό να βρεθούν αρχαία χειρόγραφα. Αυτοί οι τόμοι είναι φυσικό ότι θα φυλάχτηκαν σε κάποια βιβλιοθήκη . Η πρώτη αυτοκρατορική ή δημόσια βιβλιοθήκη είναι επομένως λογικό να ιδρύθηκε από τον Κωνστάντιο.5 Αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας ήταν να δημιουργηθεί μια τεράστια συλλογή αρχαίων τόμων στο μεταίχμιο 4ου – 5ο αιώνα. Όσα απ’ αυτά διατηρήθηκαν ως τον 9ο αιώνα αντιγράφηκαν εκ νέου, καθώς είχαν πια φθαρεί. Πρόκειται για δύο μοναδικές περιπτώσεις διάσωσης αρχαίων κειμένων σε τόσο μεγάλη κλίμακα.
Ο Κωνστάντιος φαίνεται πως έδινε μεγάλη σημασία και στη λογοτεχνική παιδεία , κάτι που διαφαίνεται σε νόμο που εξέδωσε στην Κωνσταντινούπολη.

β. Ενέργειες του Ιουλιανού.

Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός , στην τριετή βασιλεία του (361-363), προώθησε τα θέματα της παιδείας . Ως αρχαιολάτρης και μαθητής «εθνικών» δασκάλων στην Αθήνα και αλλού, προσπάθησε να προωθήσει το αρχαιοελληνικό πνεύμα όχι μόνο στην εκπαίδευση, αλλά και στην καθημερινότητα μιας κοινωνίας, η οποία όμως είχε προχωρήσει και , καταφύγει πια σε άλλους ιδεολογικούς προσανατολισμούς. Αξιόλογη είναι πάντως η διάσωση χειρογράφων στην οποία προχώρησε, συλλέγοντάς τα και τοποθετώντας τα σε κτήριο που κατασκεύασε ειδικά για τη φύλαξη και τη μελέτη τους . Ο Ιουλιανός με νόμο του 362 , σε μια προσπάθεια εθνικο-ποίησης της δημόσιας εκπαίδευσης, απομάκρυνε απ’ αυτήν καθώς και από το έργο της ερμηνείας των έργων της αρχαιότητας τους χριστιανούς δασκάλους, αντικαθιστώντας τους με εθνικούς. Φανατικοί χριστιανοί απομακρύνθηκαν από τις καθηγητικές έδρες τους, για να επιστρέψουν πάλι το 364 με νόμο των αυτοκρατόρων Βαλεντιανού και Βάλλεντα.

γ. Το «πανεπιστήμιο» του Θεοδοσίου Β’ και η άνθιση στην παιδεία κατά τον 5ο αιώνα.

Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα η Κωνσταντινούπολη είχε γίνει αναμφίβολα η πρωτοπόρος των γραμμάτων στην αυτοκρατορία . Οι σχολές των άλλων μεγάλων πόλεων, όπως η Σχολή της Αθήνας , βρίσκονταν σε παρακμή, ενώ στη Ρώμη - παρόλο που έπνεαν νέα πνευματικά ρεύματα – το επίπεδο σπουδών είχε υποβαθμιστεί, ώστε να θεωρείται στον τομέα αυτό , επαρχιακή πόλη .
Στις αρχές του 5ου αιώνα δημιουργείται στην Κωνσταντινούπολη ένα σύστημα που κατοχυρώνει ιδιωτική εκπαίδευση κατώτερης και μέσης βαθμίδας και δημόσια εκπαίδευση όλων των βαθμίδων. Ιδρύεται μάλιστα κρατικό ή αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο με νόμο του Θεοδόσιου Β’ το 425. Ουσιαστικά αναγνωρίζεται στην Κωνσταντινούπολη ένα είδος κρατικού μονοπωλίου της ανώτερης εκπαίδευσης . Μια μαρτυρία επιβεβαιώνει επίσης πόσο πολύ είχε αναπτυχθεί η Βιβλιοθήκη στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, αν και ο αριθμός των 120.000 τόμων που παραδίδει ο Ζωναράς μοιάζει υπερβολικός .


3. Η κρίση του 6ου αιώνα.
Πολλά είναι κατά τον 6ο αι. τα δείγματα παρακμής της προσπάθειας για σύνδεση του βυζαντινού πνεύματος με τον αρχαίο πολιτισμό . Η σύντομη βασιλεία του Ιουλιανού, είχε δώσει την αφορμή για να έρθει στο προσκήνιο το πρόβλημα της συμβίωσης του αρχαίου πολιτισμού με τη νέα θρησκεία και να ενταθεί η αμφισβήτηση προς την κλασική παιδεία από τα μέσα του 4ου αι. Η έρευνα πάνω στα αρχαία κείμενα και τα μαθήματα στην εκπαίδευση που σχετίζονταν με αυτά , δέχτηκαν ισχυρό κτύπημα όταν ο Ιουστινιανός διέταξε την απαγόρευση της ειδωλολατρίας (και κατ’ επέκταση τη μελέτη των κειμένων της), ενισχύοντας την σκληροπυρηνική χριστιανική πολεμική. Σύμφωνα με έναν Κώδικά του Ιουστινιανού , όσοι δεν συμβαδίζουν με χριστιανική διδασκαλία και την ορθόδοξη πίστη, οι ειδωλολάτρες , οι αιρετικοί , οι Ιουδαίοι, εξαιρούνται από τα αξιώματα. Επίσης, απαγορεύεται η διδασκαλία από «εθνικούς» καθηγητές . Η Σχολή των Αθηνών, που από τον προηγούμενο αιώνα είχε περιέλθει σε παρακμή, έκλεισε οριστικά το 529, μετά από πορεία 9 περίπου αιώνων. Για το αν οι καθηγητές της κατέφυγαν στην περσική αυλή ή όχι δεν έχει δοθεί βέβαιη απάντηση . Μόνο η Σχολή της Αλεξάνδρειας συνέχισε να λειτουργεί.
Πρόσθετα , η κατάργηση των συντάξεων των καθηγητών των λογικών τεχνών , είτε ερμηνευτεί ως στοιχείο του πολέμου εναντίον των μετεχόντων στην αρχαία παιδεία, είτε ως αποτέλεσμα των μεγάλων οικονομικών αναγκών που προκαλούσε η ανέγερση της Αγίας Σοφίας κι άλλων μνημειωδών κτηρίων στην Κωνσταντινούπολη , είχε ένα βέβαιο αποτέλεσμα: Το κλείσιμο των διδασκαλείων και την παρακμή της θύραθεν παιδείας στο Βυζάντιο . Οι αρχαίοι συγγραφείς έπαψαν ν’ αντιγράφονται και περιορίσθηκε ο ρόλος τους στην εκπαίδευση , μέχρι τον 9ο αιώνα .
Τα μέτρα του Ιουστινιανού φαντάζουν ως «η φυσική κατάληξη του αγώνα του χριστιανισμού εναντίον της ειδωλολατρίας», σύμφωνα με τον Paul Lemerle . Τον 6ο αιώνα,καθόλου τυχαία, εξαφανίζονται πολλές από τις ειδωλολατρικές ή παγανιστικές τάσεις, που επιβίωναν ακόμα στην καθημερινότητα, τα ήθη και τις τελετές. Άλλες πάλι φτάνουν μέχρι και σήμερα. Την ίδια περίοδο , για διάφορους λόγους, η ελληνική τείνει να γίνει η επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας .

Μετά το θάνατο του Ιουστινιανού, ξεκινά η φτωχότερη σε πηγές εποχή για το Βυζάντιο, οι αποκαλούμενοι δύο βυζαντινοί «Σκοτεινοί Αιώνες». Ο εξελληνισμός της αυτοκρατορίας που επίκειται, θα παρουσιάζει δομές και χαρακτηριστικά που δε θα μοιάζουν σχεδόν σε τίποτα , μ’ εκείνα του αρχαίου ελληνισμού .Η «ελληνικότητα» των βυζαντινών Ελλήνων θα μετεξελιχθεί, μέσα από τα ιδιαίτερα στοιχεία που θα της κληροδοτήσει η νοοτροπία και ο πολιτισμός του Βυζαντίου, για να λάβει αυτό που σήμερα αποκαλούμε «ελληνοχριστιανικό χαρακτήρα» .

Πέμπτη 9 Απριλίου 2009

Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής



Το σημαντικότερο βοήθημα για το μαθητή Λυκείου, το φιλόλογο, τον αναγνώστη των Αρχαίων Ελληνικών κειμένων.

Με την εκτενή χρήση παραδειγμάτων, τους εύχρηστους πίνακες και το προσεγμένο χειρισμό της ύλης, το Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης είναι απαραίτητο για κάθε υποψήφιο θεωρητικών σχολών.

"Στην ερώτηση του Σωκράτη προς τον Πρωταγόρα για το τι θα διδαχτεί ο νεαρός Ιπποκράτης, ο σοφιστής απαντά ότι θα τον βοηθήσει να αποκτήσει αρχικά την «ευβουλία» και τελικά την πολιτική αρετή. Ο Σωκράτης αμφισβητεί τη δυνατότητα του Πρωταγόρα για μια τέτοια διδασκαλία: Κανείς δεν μπορεί να διδάξει στον άλλον την πολιτική αρετή, καθώς όλοι την κατέχουν σε όμοιο βαθμό. Αυτό εξάλλου προκύπτει από το ότι μεγάλοι άνδρες (πχ. Περικλής), δεν κατόρθωσαν να την διδάξουν στα παιδιά τους. Ο Σωκράτης ενισχύει τον ισχυρισμό του με τα εξής επιχειρήματα:

α. Οι Αθηναίοι, σοφοί άνθρωποι, αφήνουν τον οιονδήποτε να μιλά στην Εκκλησία του Δήμου.
β. Ειδικούς συμβουλεύονται μόνο για τεχνικά θέματα.

Ο Πρωταγόρας απαντά στη σωκρατική αντίρρηση με μια μακρότατη ρήση που αποτελείται από δύο άνισα μέρη:

1. Ένα μύθο (Μύθος Προμηθέα), όπου ο σοφιστής απαντά στη σωκρατική αμφισβήτηση της ειδίκευσής των ανθρώπων στην πολιτική αρετή. Η τελευταία προκύπτει από τη δικαιοσύνη και τη λογική , πρέπει όμως να καλλιεργηθεί.

2. Ένα λόγο, με τον οποίο απαντά στον ισχυρισμό του Σωκράτη ότι οι αγαθοί άνδρες δεν μπορούν να διδάξουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους. Με λογικά επιχειρήματα, σειρά υποθέσεων και στοιχεία από την καθημερινότητα, θεωρεί πως αποδεικνύει πως η αρετή και μπορεί και πρέπει να διδάσκεται από τους γονείς στα παιδιά. "

από το βιβλίο